ἀστερωτόν

ἀστερωτόν
ἀστερωτός
starred
masc acc sg
ἀστερωτός
starred
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασπράγκαθο — το και ασπραγκαθιά, η ονομασία πολλών φυτών με αγκάθια (κίρσιον το αστερωτόν, γαλακτίτης ο τριχωτός, κενταύριον, σκόλυμος κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”